- φτερνοκόπημα
- το, -ατοςκαι φτερνοκόπι, το1. το να χτυπάει κανείς κάτι με τις φτέρνες, η φτερνιά (βλ. λ.), το ποδοπάτημα, ιδίως το να χτυπάει κανείς με τις φτέρνες το έδαφος, το ποδοκρότημα.2. η φτερνιά (βλ. λ.).3. (ναυτ.), το να χτυπάει στο βυθό το πηδάλιο ή η πρύμη πλοίου που προσάραξε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.