φτερνοκόπημα

φτερνοκόπημα
το, -ατος
και φτερνοκόπι, το
1. το να χτυπάει κανείς κάτι με τις φτέρνες, η φτερνιά (βλ. λ.), το ποδοπάτημα, ιδίως το να χτυπάει κανείς με τις φτέρνες το έδαφος, το ποδοκρότημα.
2. η φτερνιά (βλ. λ.).
3. (ναυτ.), το να χτυπάει στο βυθό το πηδάλιο ή η πρύμη πλοίου που προσάραξε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φτερνοκόπημα — και πτερνοκόπημα, το, Ν [φτερνοκοπώ / πτερνοκοπώ] φτερνοχτύπημα …   Dictionary of Greek

  • πτερνοκόπημα — το, Ν βλ. φτερνοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • φτερνοκόπι — το, Ν [φτερνοκοπώ] φτερνοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • πτερνοκόπημα — το βλ. φτερνοκόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερνοκόπι — το βλ. φτερνοκόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερνοχτύπημα — το, ατος φτερνοκόπημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”